- τρικό
- το трикотаж
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρικό — το, Ν άκλ. πλεκτό ύφασμα ή ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tricot «πλεκτό», πιθ. < Tricot, όν. βιομηχανικής περιοχής τής Β. Γαλλίας] … Dictionary of Greek
τρικό — το άκλ. (λ. γαλλ.), ύφασμα ή ρούχο πλεχτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)